ἑτεροβαρής — weighing down one side masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροβαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος: Ετεροβαρής σύμβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτεροβαρεῖς — ἑτεροβαρής weighing down one side masc/fem acc pl ἑτεροβαρής weighing down one side masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροβαρές — ἑτεροβαρής weighing down one side masc/fem voc sg ἑτεροβαρής weighing down one side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροβαροῦς — ἑτεροβαρής weighing down one side masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροβαρῶς — ἑτεροβαρής weighing down one side adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 … Dictionary of Greek
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek